φῆναι

φῆναι
φαίνω
A ren.
aor imperat mid 2nd sg
φαίνω
A ren.
aor inf act
φήνη
vulture
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κραίνω — (I) κραίνω και κραιαίνω και κρααίνω (Α) (ποιητ. ρ.) 1. φέρω εις πέρας, τελειώνω, εκτελώ (α. «οἵ μεν φέρτεροί εἰσι νοῆσαί τε κρῆναί τε», Ομ. Οδ. β. «οὐ γάρ μοι δοκέει μύθοιο τελευτὴ τῆδέ γ ὁδῷ κρανέεσθαι», Ομ. Ιλ.) 2. πραγματοποιώ, εκπληρώνω (α.… …   Dictionary of Greek

  • οιωνός — Σημείο της θέλησης των θεών στους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους, από την οποία αυτοί εξαρτούσαν κάθε σημαντική δράση. Για να αντιληφθούν τη θεϊκή θέληση βασίζονταν κυρίως στο πέταγμα και στις φωνές των πουλιών (οιωνών), όπως για παράδειγμα ο… …   Dictionary of Greek

  • διαρριφῆναι — διαρρῑφῆναι , διαρρίπτω shoot through aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρριφῆναι — καταρρῑφῆναι , καταρρίπτω throw down aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραρριφῆναι — παραρρῑφῆναι , παραρρίπτω throw aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιρριφῆναι — περιρρῑφῆναι , περί ῥίπτω throw aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσριφῆναι — προσρῑφῆναι , προσρίπτω throw to aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναρριφῆναι — ἀναρρῑφῆναι , ἀναρρίπτω throw up aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορριφῆναι — ἀπορρῑφῆναι , ἀπορρίπτω throw away aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκριφῆναι — ἐκρῑφῆναι , ἐκρίπτω cast forth aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”